- ακαταμάθητος
- -η, -ο (Α ἀκαταμάθητος, -ον) [καταμανθάνω]εκείνος, τον οποίο δεν μπορεί κανείς να καταμάθει, να εννοήσει καλάαρχ.αυτός που δεν είναι πλήρως γνωστός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκαταμάθητον — ἀκαταμάθητος not learnt masc/fem acc sg ἀκαταμάθητος not learnt neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταμάθητα — ἀκαταμάθητος not learnt neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)